- βαρβαρικαῖς
- βαρβαρικόςbarbaricfem dat pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
варварьскыи — (40) пр. к варваръ: сего ради и по словеси правьдьнаго. варварьскыими ˫ать бысть роуками. (βαρβαρικαῖς) ЖФСт XII, 95; Понѥже въ различьна врѣмена. варварьска˫а быша написани˫а. и множѣише гради абиѥ подъ роукою безаконьныимъ быша. (βαρβαρικαὶ) КЕ … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
συμφύρδην — Α επίρρ. 1. ανάμικτα, ανάκατα («πάντα ταράσσειν συμφύρδην», Νίκ.) 2. συγκεχυμένα («βαρβαρικαῑς τε φωναῑς... συμφύρδην ὑμῶν πεποιήκατε τὴν διάλεκτον», Τατιαν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συμφύρω «ανακατεύω» + επιρρμ. κατάλ. δην (πρβλ. μίγ δην)] … Dictionary of Greek